ουρανοπολίτης

ουρανοπολίτης
οὐρανοπολίτης, ὁ θηλ. οὐρανοπολῑτις (ΑΜ)
(συν. ως προσωνυμία τού Πλάτωνος) ο κάτοικος τού ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + πολίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὐρανοπολίτης — citizen of heaven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοπολιτῶν — οὐρανοπολίτης citizen of heaven masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοπολίτην — οὐρανοπολίτης citizen of heaven masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοπολίτου — οὐρανοπολίτης citizen of heaven masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοπολίτας — οὐρανοπολίτᾱς , οὐρανοπολίτης citizen of heaven masc acc pl οὐρανοπολίτᾱς , οὐρανοπολίτης citizen of heaven masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”